φάσκοντες

φάσκοντες
φάσκω
say
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • вѣщати — ВѢЩА|ТИ (754), Ю, ѤТЬ гл. Сказать что л., сообщить: не вѣштати срамьныихъ словесъ. Изб 1076, 93; истинѹ ти вѣщаю о҃че ЖФП XII, 54г; и сльзами разлива˫асѩ и не могыи гл҃ати. въ ср҃дци си начатъ сицева˫а вѣщати. СкБГ XII, 9б; ѡвомѹ вътороѥ по… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PHENEUM — oppid. Arcadiae, ubi Moly herba nascitur. Populi Pheneatae, qui adorant Mercurium quintum. Cicer. l. 3. de Nat. Deor. c. 22. ubi de Mercuriis: Quintus, quem celuns Pheneatae, qui et Argum dicitur interemisse, etc. Sed antiquissimus hic est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξάντης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 31 χλμ. ΒΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * ἐξάντης, ες (Α) 1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω… …   Dictionary of Greek

  • επιμετρώ — (AM ἐπιμετρῶ, έω) προσθέτω ή δίνω επί πλέον για να συμπληρωθεί κανονικό ή συμφωνημένο μέτρο νεοελλ. (για το δικαστήριο) καθορίζω την ποινή που προβλέπει ο νόμος ανάλογα με το έγκλημα που έχει τελεστεί (τις συνθήκες διάπραξης και την προσωπικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”